οδηγώ

οδηγώ
οδήγησα, οδηγήθηκα, οδηγημένος
1. δείχνω το δρόμο, πηγαίνω μπροστά από άλλον: Μας οδηγούσε ένας ντόπιος.
2. είμαι οδηγός οχήματος: Οδήγησα δώδεκα ώρες συνέχεια.
3. καθοδηγώ, πληροφορώ, δίνω οδηγίες: Οδηγώ το έργο της κατασκευής του δρόμου.
4. μέσ., καθοδηγούμαι, κατευθύνομαι, μπαίνω στο σωστό δρόμο: Από το γάντι του δολοφόνου η αστυνομία οδηγήθηκε στη σύλληψή του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οδηγώ — οδηγώ, οδήγησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: οδηγώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση σε άω (κατά το αγαπάω, βλ. πίν. 58 ) κυρίως για οδήγηση αυτοκινήτου, μηχανής κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οδηγώ — άω και έω (ΑΜ οδηγῶ, έω) [οδηγός] 1. εκτελώ έργο οδηγού, προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο σε κάποιον, κατευθύνω 2. υποδεικνύω τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς, καθοδηγώ («οδηγεί τους νέους στην αρετή») νεοελλ. 1. είμαι οδηγός… …   Dictionary of Greek

  • ὁδηγῶ — ὁδηγέω lead pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὁδηγέω lead pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὁδηγός guide masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδηγῷ — ὁδηγός guide masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσκαρίζω — οδηγώ το κοπάδι στη βοσκή μετά την ανάπαυση του μεσημεριού …   Dictionary of Greek

  • ξεβγατίζω — οδηγώ κάποιον που φεύγει ώς την πόρτα για να τόν αποχαιρετήσω ή ώς το μεταφορικό μέσο με το οποίο θα φύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέβγα + κατάλ. (τ)ίζω, κατά το σχήμα φευγάτοι φευγατίζω και τα πολλά ρήματα σε τίζω] …   Dictionary of Greek

  • ουραδίζω — οδηγώ βάρκα με το ουράδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουράδι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • σοφάρω — οδηγώ αυτοκίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”