οδηγώ — οδηγώ, οδήγησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: οδηγώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση σε άω (κατά το αγαπάω, βλ. πίν. 58 ) κυρίως για οδήγηση αυτοκινήτου, μηχανής κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οδηγώ — άω και έω (ΑΜ οδηγῶ, έω) [οδηγός] 1. εκτελώ έργο οδηγού, προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο σε κάποιον, κατευθύνω 2. υποδεικνύω τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς, καθοδηγώ («οδηγεί τους νέους στην αρετή») νεοελλ. 1. είμαι οδηγός… … Dictionary of Greek
ὁδηγῶ — ὁδηγέω lead pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὁδηγέω lead pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὁδηγός guide masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγῷ — ὁδηγός guide masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσκαρίζω — οδηγώ το κοπάδι στη βοσκή μετά την ανάπαυση του μεσημεριού … Dictionary of Greek
ξεβγατίζω — οδηγώ κάποιον που φεύγει ώς την πόρτα για να τόν αποχαιρετήσω ή ώς το μεταφορικό μέσο με το οποίο θα φύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέβγα + κατάλ. (τ)ίζω, κατά το σχήμα φευγάτοι φευγατίζω και τα πολλά ρήματα σε τίζω] … Dictionary of Greek
ουραδίζω — οδηγώ βάρκα με το ουράδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουράδι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
σοφάρω — οδηγώ αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek